- κλίρινγκ
- (clearing). Συμφωνία διακανονισμού των λογαριασμών χωρίς τη χρησιμοποίηση χρήματος, αλλά με τον αμοιβαίο συμψηφισμό των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τις βρετανικές τράπεζες κατά τα μέσα του 18ου αι. Οι ανάγκες που το επέβαλαν ήταν η ανεπάρκεια χρυσού και η ανάπτυξη της τραπεζικής πίστης. Η ανάπτυξη των συμφωνιών κ. και η αύξηση του αριθμού των τραπεζών, που συμμετείχαν στις συμφωνίες αυτές, οδήγησαν στην εμφάνιση ειδικών τραπεζικών ιδρυμάτων, τα οποία ονομάστηκαν γραφεία συμψηφισμού (clearing houses). Το πρώτο γραφείο συμψηφισμού ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1775. Αργότερα ιδρύθηκαν και άλλα γραφεία συμψηφισμού στη Νέα Υόρκη (1852), στο Παρίσι, στη Βιέννη (1872), στο Βερολίνο (1883) κ.α. Το κ. χρησιμοποιείται ευρέως στους εγχώριους και διεθνείς διακανονισμούς λογαριασμών. Κατά τη διάρκεια των οικονομικών υφέσεων και κρίσεων το σύστημα κ. γνωρίζει σοβαρές διαταραχές, καθώς όλοι προσπαθούν να πάρουν στα χέρια τους μετρητά και χρυσό. Στις διεθνείς συναλλαγές το κ. συναλλάγματος μπορεί να περιλαμβάνει λογαριασμούς ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες χώρες. Οι ανταπαιτήσεις και οι πληρωμές διακανονίζονται σε μετρητά και χρυσό, μόνο σε σχέση με τη διαφορά που προκύπτει από την αμοιβαία παράδοση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών. Αρχικά, το κ. συναλλάγματος χρησιμοποιήθηκε μόνο για τους λογαριασμούς του εξωτερικού εμπορίου. Αργότερα επεκτάθηκε στις μη εμπορικές συναλλαγές και στις άλλες πληρωμές, που προκύπτουν από τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των χωρών. Οι διακανονισμοί κ. μπορεί να είναι μονομερείς, διμερείς ή πολυμερείς. Συνηθέστερη μορφή είναι το διμερές κ., όπου οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις συμψηφίζονται ανάμεσα σε δύο χώρες. Ανάλογα με τον τρόπο εξόφλησης του χρεωστικού υπολοίπου, οι συμφωνίες κ. διακρίνονται: σε κ. όπου το χρεωστικό υπόλοιπο τακτοποιείται με την παράδοση προϊόντων και όχι με χρυσό ή μετατρέψιμο συνάλλαγμα· και σε κ. όπου το χρεωστικό υπόλοιπο μπορεί να τακτοποιηθεί, στο σύνολό του ή σε ένα ποσοστό, με πληρωμές σε χρυσό και ελεύθερα μετατρέψιμο συνάλλαγμα. Τα κ. συναλλάγματος αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης των ετών 1929-33. Η πρώτη συμφωνία κ. υπεγράφη ανάμεσα στην Ελβετία και στην Ουγγαρία το 1931.
Dictionary of Greek. 2013.